Anonymous

ὑπεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεισέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εισῆλθον</i>, αποθ. [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[έρχομαι]], [[μπαίνω]] στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπεισέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εισῆλθον</i>, αποθ. [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[έρχομαι]], [[μπαίνω]] στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεισέρχομαι:''' тихо прокрадываться (λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ [[γῆρας]] Plat.): ὑπεισέρχεται Luc. приходит на ум; πρᾶον σχῆμ᾽ ὑπεισελθεῖν Men. надеть на себя личину кротости.
}}
}}