3,270,629
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>, [[συμβάλλω]] στην [[ανύψωση]], την [[ανόρθωση]], [[εγείρω]], [[σηκώνω]] από κοινού, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., ανεγείρομαι, υψώνομαι από κοινού, στο ίδ. | |lsmtext='''συνεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>, [[συμβάλλω]] στην [[ανύψωση]], την [[ανόρθωση]], [[εγείρω]], [[σηκώνω]] από κοινού, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., ανεγείρομαι, υψώνομαι από κοινού, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εγείρω met acc. ( causat. ) mede opwekken, samen (met...) tot leven wekken; pass.. εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ als u nu met Christus uit de dood bent opgewekt NT Col. 3.1. pass. ook intrans. mee ontwaken, mee wakker worden:. καί μοι... ἡ θρασύτης συνηγείρετο mijn moed werd ook weer wakker Plat. Chrm. 156d. | |||
}} | }} |