Anonymous

συνεγείρω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>, [[συμβάλλω]] στην [[ανύψωση]], την [[ανόρθωση]], [[εγείρω]], [[σηκώνω]] από κοινού, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., ανεγείρομαι, υψώνομαι από κοινού, στο ίδ.
|lsmtext='''συνεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>, [[συμβάλλω]] στην [[ανύψωση]], την [[ανόρθωση]], [[εγείρω]], [[σηκώνω]] από κοινού, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., ανεγείρομαι, υψώνομαι από κοινού, στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εγείρω met acc. ( causat. ) mede opwekken, samen (met...) tot leven wekken; pass.. εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ als u nu met Christus uit de dood bent opgewekt NT Col. 3.1. pass. ook intrans. mee ontwaken, mee wakker worden:. καί μοι... ἡ θρασύτης συνηγείρετο mijn moed werd ook weer wakker Plat. Chrm. 156d.
}}
}}