Anonymous

ἀμφίκρανος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίκρᾱνος:''' Ιων. -κρηνος, <i>-ον</i> ([[κάρα]]), <b>I.=</b>[[ἀμφικάρηνος]], αυτός που έχει [[δύο]] κεφάλια, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που περιτυλίγει το [[κεφάλι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀμφίκρᾱνος:''' Ιων. -κρηνος, <i>-ον</i> ([[κάρα]]), <b>I.=</b>[[ἀμφικάρηνος]], αυτός που έχει [[δύο]] κεφάλια, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που περιτυλίγει το [[κεφάλι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίκρᾱνος:''' ион. [[ἀμφίκρηνος]] 2<br /><b class="num">1)</b> двуглавый или многоглавый ([[ὕδρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> окружающий голову ([[πῖλος]] Anth.).
}}
}}