Anonymous

συνεπανορθόω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπανορθόω:''' αόρ. αʹ <i>συνεπηνώρθωσα</i> (βλ. [[ἀνορθόω]]), [[συμβάλλω]] στην [[αποκατάσταση]], την [[επανόρθωση]], [[παλινορθώνω]], σε Δημ.
|lsmtext='''συνεπανορθόω:''' αόρ. αʹ <i>συνεπηνώρθωσα</i> (βλ. [[ἀνορθόω]]), [[συμβάλλω]] στην [[αποκατάσταση]], την [[επανόρθωση]], [[παλινορθώνω]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπανορθόω:''' (aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τὴν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.).
}}
}}