Anonymous

σιτοδοτέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοδοτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα, προμήθειες, [[τροφοδοτώ]] — Παθ., μου παρέχονται τρόφιμα, [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, τροφοδοτούμαι, σε Θουκ.
|lsmtext='''σῑτοδοτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα, προμήθειες, [[τροφοδοτώ]] — Παθ., μου παρέχονται τρόφιμα, [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, τροφοδοτούμαι, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σῑτοδοτέω [σιτοδότης] graan verstrekken, provianderen.
}}
}}