Anonymous

καρπόω: Difference between revisions

From LSJ
1,705 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρπόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καρπός]] Α),<br /><b class="num">I.</b> [[φέρω]] καρπό ή [[φέρω]] ως καρπό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., καρπώνομαι, δηλ.<br /><b class="num">1.</b> [[θερίζω]] τον καρπό της γης, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· μεταφ., [[εξαντλώ]] ή [[λεηλατώ]], <i>τὴνἙλλάδα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[απολαμβάνω]] τον τόκο των χρημάτων, σε Δημ.· ομοίως και σε Παθ. παρακ., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος, [[απολαμβάνω]] τα κέρδη του εργαστηρίου, στον ίδ.· απόλ., ωφελούμαι, [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποκομίζω]] τους καρπούς, έχω την ελεύθερη [[χρήση]] ενός πράγματος, σε Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]],<br /><b class="num">4.</b> [[απλώς]], [[απολαμβάνω]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· μερικές φορές με αρνητική [[σημασία]], <i>καρποῦσθαι τὴν ἁμαρτίαν</i>, σε Αισχύλ.· <i>πένθη</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''καρπόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καρπός]] Α),<br /><b class="num">I.</b> [[φέρω]] καρπό ή [[φέρω]] ως καρπό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., καρπώνομαι, δηλ.<br /><b class="num">1.</b> [[θερίζω]] τον καρπό της γης, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· μεταφ., [[εξαντλώ]] ή [[λεηλατώ]], <i>τὴνἙλλάδα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[απολαμβάνω]] τον τόκο των χρημάτων, σε Δημ.· ομοίως και σε Παθ. παρακ., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος, [[απολαμβάνω]] τα κέρδη του εργαστηρίου, στον ίδ.· απόλ., ωφελούμαι, [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποκομίζω]] τους καρπούς, έχω την ελεύθερη [[χρήση]] ενός πράγματος, σε Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]],<br /><b class="num">4.</b> [[απλώς]], [[απολαμβάνω]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· μερικές φορές με αρνητική [[σημασία]], <i>καρποῦσθαι τὴν ἁμαρτίαν</i>, σε Αισχύλ.· <i>πένθη</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρπόω:''' <b class="num">1)</b> давать плод, порождать (στάχυν ἄτης Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> med. собирать урожай (ἀρούρας Her.; χθόνα Aesch.; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν κ. Plat.);<br /><b class="num">3)</b> med. получать прибыль, извлекать доходы (τὰς σατραπείας Plut.): κ. ἔθνη Xen. собирать дань с (покоренных) народов; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς κ. Dem. взыскивать сборы с портов и рынков;<br /><b class="num">4)</b> med. извлекать пользу, пользоваться (τῆν [[ἑαυτοῦ]] κτῆσιν Plat.);<br /><b class="num">5)</b> med. использовать для личной выгоды (τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys.);<br /><b class="num">6)</b> med. обирать, грабить (τὴν τῶν πολεμίων χώραν Xen.);<br /><b class="num">7)</b> med. приобретать, получать, стяжать (εὔκλειαν ἔκ τινος Xen.; τὴν σοφίαν Plat.; τὰς τιμὰς καὶ τὰ χρήματα Plut.);<br /><b class="num">8)</b> med. пользоваться, наслаждаться ([[δόξαν]], τὴν ἡλικίαν Dem.): κ. ἡδονήν Plat. получать удовольствие;<br /><b class="num">9)</b> med. навлекать на себя (τὰ [[μέγιστα]] ὀνείδη Plat.): κ. φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Aesch. пожать плоды своих греховных замыслов.
}}
}}