Anonymous

ἀγχίπορος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχίπορος:''' -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται [[πάντοτε]] κοντά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγχίπορος:''' -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται [[πάντοτε]] κοντά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχίπορος:''' следующий по пятам, неотступный (κόλακες Anth.).
}}
}}