Anonymous

ἁρμάτειος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁρμάτειος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που σχετίζεται ή ανήκει σ' ένα [[άρμα]], σε Ξεν.· [[μέλος]] ἁρμάτειον, είδος επιταφίου μέλους, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἁρμάτειος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που σχετίζεται ή ανήκει σ' ένα [[άρμα]], σε Ξεν.· [[μέλος]] ἁρμάτειον, είδος επιταφίου μέλους, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁρμάτειος:''' колесничный (σύριγγες Eur.; [[δίφρος]] Xen.; τροχοί Plut.): ἁ. [[νόμος]] Plut. боевая походная песнь, но ἁρμάτειον [[μέλος]] Eur. скорбный напев.
}}
}}