Anonymous

πυλόω: Difference between revisions

From LSJ
183 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πύλη]]), [[εφοδιάζω]], [[ασφαλίζω]] με πύλες, σε Ξεν. — Παθ. ασφαλίζομαι με πύλες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πῠλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πύλη]]), [[εφοδιάζω]], [[ασφαλίζω]] με πύλες, σε Ξεν. — Παθ. ασφαλίζομαι με πύλες, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠλόω:''' снабжать воротами (τὸν Πειραιᾶ Xen.): πυλοῦσθαι πύλαις Arph. снабжаться воротами.
}}
}}