Anonymous

περιταφρεύω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιταφρεύω:''' [[περιβάλλω]] με [[χαντάκι]], σε Πολύβ. — Παθ., <i>ἐν περιτεταφρευμένῳ</i>, σε περιχαρακωμένη, οχυρωμένη γη, σε Ξεν.
|lsmtext='''περιταφρεύω:''' [[περιβάλλω]] με [[χαντάκι]], σε Πολύβ. — Παθ., <i>ἐν περιτεταφρευμένῳ</i>, σε περιχαρακωμένη, οχυρωμένη γη, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''περιταφρεύω:''' обводить рвом, окапывать (τὴν πόλιν Polyb.; τὸ [[στρατόπεδον]] Plut.; στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ, sc. τόπῳ Xen.).
}}
}}