Anonymous

ἐπάχθομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάχθομαι:''' Παθ., ενοχλούμαι με [[κάτι]], με δοτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐπάχθομαι:''' Παθ., ενοχλούμαι με [[κάτι]], με δοτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπάχθομαι:''' быть удручаемым, огорчаться (κακοῖς Eur.).
}}
}}