Anonymous

ὀδυνάω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀδῠνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., βʹ ενικ. <i>ὀδυνᾶσαι</i>, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ <i>ὠδυνήθην</i>,· [[προκαλώ]] σε κάποιον [[οδύνη]] ή [[συμφορά]], [[στενοχωρώ]], σε Ευρ. κ.λπ.· Παθ., [[αισθάνομαι]] πόνο, [[υποφέρω]] από πόνο, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἃ ὠδυνήθην</i>, οι πόνοι που υπέφερα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀδῠνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., βʹ ενικ. <i>ὀδυνᾶσαι</i>, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ <i>ὠδυνήθην</i>,· [[προκαλώ]] σε κάποιον [[οδύνη]] ή [[συμφορά]], [[στενοχωρώ]], σε Ευρ. κ.λπ.· Παθ., [[αισθάνομαι]] πόνο, [[υποφέρω]] από πόνο, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἃ ὠδυνήθην</i>, οι πόνοι που υπέφερα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδυνάω:''' причинять страдание, удручать, огорчать Eur., Arph.; pass. мучиться, страдать (ἐπὶ λόγῳ τινί NT): ἀλγοῦσα [[κὠδυνωμένη]] Soph. охваченная болью и мукой.
}}
}}