3,273,773
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀδῠνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., βʹ ενικ. <i>ὀδυνᾶσαι</i>, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ <i>ὠδυνήθην</i>,· [[προκαλώ]] σε κάποιον [[οδύνη]] ή [[συμφορά]], [[στενοχωρώ]], σε Ευρ. κ.λπ.· Παθ., [[αισθάνομαι]] πόνο, [[υποφέρω]] από πόνο, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἃ ὠδυνήθην</i>, οι πόνοι που υπέφερα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀδῠνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., βʹ ενικ. <i>ὀδυνᾶσαι</i>, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ <i>ὠδυνήθην</i>,· [[προκαλώ]] σε κάποιον [[οδύνη]] ή [[συμφορά]], [[στενοχωρώ]], σε Ευρ. κ.λπ.· Παθ., [[αισθάνομαι]] πόνο, [[υποφέρω]] από πόνο, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἃ ὠδυνήθην</i>, οι πόνοι που υπέφερα, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀδυνάω:''' причинять страдание, удручать, огорчать Eur., Arph.; pass. мучиться, страдать (ἐπὶ λόγῳ τινί NT): ἀλγοῦσα [[κὠδυνωμένη]] Soph. охваченная болью и мукой. | |||
}} | }} |