Anonymous

ἀμεταστρεπτί: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμεταστρεπτὶ και -τεί <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμετάστρεπτος]]<br />[[δίχως]] [[μεταστροφή]], [[δίχως]] να γυρίσει [[κανείς]] [[πίσω]], κατ’ ευθείαν [[μπροστά]].
|mltxt=ἀμεταστρεπτὶ και -τεί <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμετάστρεπτος]]<br />[[δίχως]] [[μεταστροφή]], [[δίχως]] να γυρίσει [[κανείς]] [[πίσω]], κατ’ ευθείαν [[μπροστά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμεταστρεπτί:''' или ἀμεταστρεπτεί adv. не оборачиваясь, без оглядки ([[ἰέναι]] Plat.; φεύγειν Xen., Plat.).
}}
}}