Anonymous

σαλαγέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_2)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαλᾰγέω''': [[σαλάσσω]], ὡς [[παταγέω]] = [[πατάσσω]], κροτῶ, ἠχῶ, βούζω, σαλαγεῦντος ἐπὶ δνοφεροῖο νότοιο Ὀππ. Κυν. 4. 74 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὑπάρχει [[τμῆσις]] τοῦ ἐπισαλαγέω), 3. 352. 2) μεταβ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = [[ὀπυίω]], [[βινέω]], subagito, Λουκ. Ἀλεξ. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλαγεῖ· ταράσσει».
|lstext='''σαλᾰγέω''': [[σαλάσσω]], ὡς [[παταγέω]] = [[πατάσσω]], κροτῶ, ἠχῶ, βούζω, σαλαγεῦντος ἐπὶ δνοφεροῖο νότοιο Ὀππ. Κυν. 4. 74 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὑπάρχει [[τμῆσις]] τοῦ ἐπισαλαγέω), 3. 352. 2) μεταβ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = [[ὀπυίω]], [[βινέω]], subagito, Λουκ. Ἀλεξ. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλαγεῖ· ταράσσει».
}}
{{elnl
|elnltext=σαλαγέω [σάλος] neuken.
}}
}}