Anonymous

μανδραγόρας: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μανδρᾰγόρας:''' -ου ή -α, ὁ, το [[φυτό]] [[μανδραγόρας]], με ναρκωτικές ιδιότητες, σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''μανδρᾰγόρας:''' -ου ή -α, ὁ, το [[φυτό]] [[μανδραγόρας]], με ναρκωτικές ιδιότητες, σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μανδραγόρᾱς:''' ου или ᾱ ὁ бот. мандрагора (растение, которое, вследствие наркотического действия своих соков, считалось волшебным - предполож. Atropa Belladonna) Xen., Arst., Plut., Luc.: μανδραγόραν πεπωκέναι Dem. выпить мандрагорового соку, т. е. быть в оцепенении.
}}
}}