Anonymous

μετεκβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετεκβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[πηγαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], σε Ηρόδ.· με αιτ., [[μετεκβαίνω]] φθόγγον, περνώ από μια [[νότα]] στην [[άλλη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μετεκβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[πηγαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], σε Ηρόδ.· με αιτ., [[μετεκβαίνω]] φθόγγον, περνώ από μια [[νότα]] στην [[άλλη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεκβαίνω:''' (ион. 3 л. sing. impf. iter. μετεκβαίνεσκε) переходить (ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Her.; εἰς ἕτερον λόγον Plat.): μετεκβῆναι φθόγγον Anth. переменить интонацию.
}}
}}