Anonymous

ἀμφίπυρος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίπῠρος:''' -ον ([[πῦρ]]), αυτός που έχει [[φωτιά]] στα [[δύο]] [[άκρα]], λέγεται για το [[αστροπελέκι]], σε Ευρ.· [[καθώς]] λέγεται και για την Άρτεμη που έφερε από έναν πυρσό σε [[κάθε]] [[χέρι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με [[φωτιά]] [[ολόγυρα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀμφίπῠρος:''' -ον ([[πῦρ]]), αυτός που έχει [[φωτιά]] στα [[δύο]] [[άκρα]], λέγεται για το [[αστροπελέκι]], σε Ευρ.· [[καθώς]] λέγεται και για την Άρτεμη που έφερε από έναν πυρσό σε [[κάθε]] [[χέρι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με [[φωτιά]] [[ολόγυρα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίπῠρος:''' <b class="num">1)</b> объятый огнем ([[τρίπους]] Soph.; βροντά, πεῦκαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> носящий по факелу в каждой руке ([[Ἄρτεμις]] Soph.).
}}
}}