Anonymous

ἐκδικέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔκδικος]])·<br /><b class="num">I.</b> εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] [[έγκλημα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης, [[απαιτώ]] [[εκδίκηση]] για ένα [[έγκλημα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> εκδικούμαι κάποιον, στο ίδ.· <i>ἐκδ. τινὰ από τινος</i>, εκδικούμαι κάποιον για λογαριασμό κάποιου άλλου, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐκδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔκδικος]])·<br /><b class="num">I.</b> εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] [[έγκλημα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης, [[απαιτώ]] [[εκδίκηση]] για ένα [[έγκλημα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> εκδικούμαι κάποιον, στο ίδ.· <i>ἐκδ. τινὰ από τινος</i>, εκδικούμαι κάποιον για λογαριασμό κάποιου άλλου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδῐκέω:''' <b class="num">1)</b> карать, мстить (τὴν ὕβριν Diod.; τὸν θάνατόν τινος Plut.): ἐ. ἑαυτόν NT мстить за себя;<br /><b class="num">2)</b> защищать (τινα [[ἀπό]] τινος NT).
}}
}}