Anonymous

ἄνδηρον: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνδηρον:''' τό, υπερυψωμένο [[ανάχωμα]], [[πρόχωμα]], σε Θεόκρ., Ανθ.· υπερυψωμένη όχθη, [[πρασιά]] κήπου, σε Μόσχ. (πιθ. συγγενές προς το [[ἄνθος]]).
|lsmtext='''ἄνδηρον:''' τό, υπερυψωμένο [[ανάχωμα]], [[πρόχωμα]], σε Θεόκρ., Ανθ.· υπερυψωμένη όχθη, [[πρασιά]] κήπου, σε Μόσχ. (πιθ. συγγενές προς το [[ἄνθος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνδηρον:''' τό преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> садовая гряда Theocr., Plut., Luc., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> береговая насыпь Plut.
}}
}}