Anonymous

παραμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰμεύομαι:''' Δωρ. αντί <i>παραμείβομαι</i>, <i>παραμεύεσθαι τινος μορφάν</i>, [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''παρᾰμεύομαι:''' Δωρ. αντί <i>παραμείβομαι</i>, <i>παραμεύεσθαι τινος μορφάν</i>, [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρᾰμεύομαι:''' (только fut. παραμεύσομαι) превосходить: π. τινος μορφάν Pind. превзойти кого-л. красотой.
}}
}}