Anonymous

εὐαίων: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐαίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, [[ευτυχισμένος]] στη [[ζωή]], σε Ευρ.· λέγεται για την [[ίδια]] την [[ζωή]], ευτυχισμένη, καλότυχη, [[μακαρία]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[ὕπνος]] εὐ., [[μακάριος]], [[αιώνιος]] ύπνος, σε Σοφ.
|lsmtext='''εὐαίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, [[ευτυχισμένος]] στη [[ζωή]], σε Ευρ.· λέγεται για την [[ίδια]] την [[ζωή]], ευτυχισμένη, καλότυχη, [[μακαρία]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[ὕπνος]] εὐ., [[μακάριος]], [[αιώνιος]] ύπνος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐαίων:''' ωνος adj.<br /><b class="num">1)</b> счастливый, блаженный ([[βίοτος]] Aesch., Soph.; Λατοῦς [[παῖς]] Eur.; [[πότμος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> дающий счастье, благодатный ([[ὕπνος]] Soph.; [[πλοῦτος]] Plut.).
}}
}}