Anonymous

χόλος: Difference between revisions

From LSJ
623 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χόλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[χολή]], [[χολή]], [[υγρό]] χολής, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, μεταφ., [[χολή]], [[θυμός]], πικρή [[διάθεση]], [[οργή]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· [[χόλος]] ἔδυ τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χόλος]] ἔμπεσε θυμῷ, στον ίδ.· <i>χόλον πέσσειν</i>, <i>καταπέσσειν</i>· [[χόλος]] [[σβέσσαι]] παῦσαι, στον ίδ.· <i>χόλου παύθη</i>, σε Ησίοδ.· με γεν. αντικ., [[οργή]] προς κάποιον ή εξαιτίας κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., [[θυμός]] για [[κάτι]], εξαιτίας ενός πράγματος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αντικείμενο]] της οργής, σε Ανθ.
|lsmtext='''χόλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[χολή]], [[χολή]], [[υγρό]] χολής, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, μεταφ., [[χολή]], [[θυμός]], πικρή [[διάθεση]], [[οργή]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· [[χόλος]] ἔδυ τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χόλος]] ἔμπεσε θυμῷ, στον ίδ.· <i>χόλον πέσσειν</i>, <i>καταπέσσειν</i>· [[χόλος]] [[σβέσσαι]] παῦσαι, στον ίδ.· <i>χόλου παύθη</i>, σε Ησίοδ.· με γεν. αντικ., [[οργή]] προς κάποιον ή εξαιτίας κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., [[θυμός]] για [[κάτι]], εξαιτίας ενός πράγματος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αντικείμενο]] της οργής, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χόλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> редко желчь Hom.;<br /><b class="num">2)</b> желчь, раздражение, злоба Hes., Her., Pind., Trag. etc.: χ. τινός Hom. раздражение чье-л. или (тж. χ. τινί HH, Eur.) раздражение против кого-л.;<br /><b class="num">3)</b> предмет или причина гнева: μέγαν χόλον ἐγκαλεῖν τινος [[κατά]] τινος Soph. гневно обвинять кого-л. в чем-л.;<br /><b class="num">4)</b> яд ([[ἐχιδναῖος]] χ. Anth.).
}}
}}