Anonymous

μέγας: Difference between revisions

From LSJ
2,086 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 42: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέγᾰς:''' [[μεγάλη]][ᾱ], μέγᾰ, γεν. <i>μεγάλου</i>, <i>-ης</i>, <i>-ου</i>, δοτ. <i>μεγάλῳ</i>, <i>-ῃ</i>, <i>-ῳ</i>, αιτ. <i>μέγᾰν</i>, <i>μεγάλην</i>, <i>μέγᾰ</i>, κλητ. <i>μέγαλε</i>· δυϊκ. <i>μεγάλω</i>, <i>-α</i>, <i>-ω</i>, πληθ. <i>μεγάλοι</i>, <i>-αι</i>, <i>-α</i> κ.λπ.<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> σχετική [[έννοια]], αντίθ. προς το [[μικρός]], [[σμικρός]], [[μεγάλος]], [[σπουδαίος]], λέγεται για την κοινωνική [[στάθμη]] του ανθρώπου, ψηλός, σε Όμηρ.· λέγεται για γυναίκες, [[καλή]] τε [[μεγάλη]] τε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[σπουδαίος]], πλήρως ανεπτυγμένος, λέγεται γι' αυτόν του οποίου η [[ηλικία]] φαίνεται από το [[ανάστημα]], στον ίδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τεράστιος]], [[απέραντος]], ψηλός, [[οὐρανός]], [[ὄρος]], [[πύργος]], σε Όμ.<br /><b class="num">3.</b> [[αχανής]], [[εκτεταμένος]], [[ευρύς]], [[πέλαγος]], <i>αίγιαλός</i>, κ.λπ., στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για κοινωνική [[ιεράρχηση]], [[σπουδαίος]], [[ισχυρός]], [[δυνατός]], λέγεται για θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μεγάλη]] [[θεά]], χρησιμοποιείται για τη [[Δήμητρα]] και την [[Περσεφόνη]], σε Σοφ.· [[μέγας]] ηὐξήθη, εξελίχθηκε σε σπουδαίο, σε Δημ.· βασιλεὺς ὁ [[μέγας]], δηλ. ο [[βασιλιάς]] της Περσίας, le grand Monarque, σε Ηρόδ.· βασιλεὺς [[μέγας]], σε Αισχύλ.· ὁ [[μέγας]] ἐπικληθεὶς [[Ἀντίοχος]], ο Μέγας, σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[κραταιός]], [[ισχυρός]], [[βίαιος]], κ.λπ.· [[ἄνεμος]], [[λαῖλαψ]], σε Όμηρ.· λέγεται για ιδιότητες, [[πάθη]], κ.λπ., στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται για ήχους, [[βροντερός]], [[δυνατός]], στον ίδ. κ.λπ.· μὴ φώνει [[μέγα]], σε Σοφ.· [[αλλά]], [[μέγας]] [[λόγος]], επικρατούσα φημολογία, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> [[τρανός]], [[ισχυρός]], αυτός που τον εκτιμούν, [[σημαντικός]], <i>μέγαἔργον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[μέγα]] ποιεῖσθαί τι, [[εκτιμώ]] [[κάτι]] ως [[πολύ]] σημαντικό, σε Ηρόδ.· <i>καὶτὸ μέγιστον</i>, και (αυτό που είναι) το σπουδαιότερο, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> με αρνητική [[σημασία]], υπερεκτιμημένος, <i>μέγαεἰπεῖν</i>, [[κομπορρημονώ]], [[λίην]] [[μέγα]] [[εἰπεῖν]], σε Ομήρ. Οδ.· [[μέγα]], [[μεγάλα]] φρονεῖν, έχω υψηλό [[φρόνημα]], είμαι [[αναιδής]], σε Σοφ., Ευρ.· [[μεγάλα]] πνεῖν, σε Ευρ. <b>Β. I.</b> επίρρ. [[μεγάλως]] [ᾰ], σπουδαία, [[δυνατά]], υπερβολικά, Λατ. [[magnopere]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ουδ. ενικ. και πληθ., [[μέγα]] και [[μεγάλα]] ως επίρρ., [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά, σε Όμηρ.· με ρήματα που δηλώνουν ήχο, μεγαλοφώνως, [[δυνατά]], στον ίδ.· επίσης στους Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], χώρο, [[μακριά]], [[μέγα]] [[ἄνευθε]], [[πολύ]] [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με συγκρ. και υπερθ. [[μακράν]], με [[μεγάλη]] [[διαφορά]], μέγ' [[ἀμείνων]], [[ἄριστος]], [[φέρτατος]], σε Όμηρ. <b>Γ.</b> Βαθμοί σύγκρισης:<br /><b class="num">1.</b> συγκρ. [[μείζων]] (αντί <i>μεγίων</i>), <i>-ον</i>, γεν. <i>-ονος</i>, σε Όμηρ., Αττ.· Ιων. [[μέζων]], <i>-ον</i>, σε Ηρόδ.· μεταγεν., επίσης <i>[[μειζότερος]]</i>, σε Καινή Διαθήκη· μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, [[πολύ]] [[μεγάλος]], [[πάρα]] [[πολύς]], περισσότερο από [[αρκετός]], σε Πλάτ.· επίρρ. [[μειζόνως]], σε Ευρ.· Ιων. [[μεζόνως]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ., [[μεῖζον]] σθένειν, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> υπερθ. [[μέγιστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Όμηρ.· το ουδ. ως επίρρ. <i>μέγιστον ἰσχύειν</i>, σε Σοφ.· με άλλον έναν υπερθ., μέγιστον [[ἔχθιστος]], σε Ευρ.· επίσης στον πληθ., <i>χαῖρ' ὡς μέγιστα</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''μέγᾰς:''' [[μεγάλη]][ᾱ], μέγᾰ, γεν. <i>μεγάλου</i>, <i>-ης</i>, <i>-ου</i>, δοτ. <i>μεγάλῳ</i>, <i>-ῃ</i>, <i>-ῳ</i>, αιτ. <i>μέγᾰν</i>, <i>μεγάλην</i>, <i>μέγᾰ</i>, κλητ. <i>μέγαλε</i>· δυϊκ. <i>μεγάλω</i>, <i>-α</i>, <i>-ω</i>, πληθ. <i>μεγάλοι</i>, <i>-αι</i>, <i>-α</i> κ.λπ.<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> σχετική [[έννοια]], αντίθ. προς το [[μικρός]], [[σμικρός]], [[μεγάλος]], [[σπουδαίος]], λέγεται για την κοινωνική [[στάθμη]] του ανθρώπου, ψηλός, σε Όμηρ.· λέγεται για γυναίκες, [[καλή]] τε [[μεγάλη]] τε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[σπουδαίος]], πλήρως ανεπτυγμένος, λέγεται γι' αυτόν του οποίου η [[ηλικία]] φαίνεται από το [[ανάστημα]], στον ίδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τεράστιος]], [[απέραντος]], ψηλός, [[οὐρανός]], [[ὄρος]], [[πύργος]], σε Όμ.<br /><b class="num">3.</b> [[αχανής]], [[εκτεταμένος]], [[ευρύς]], [[πέλαγος]], <i>αίγιαλός</i>, κ.λπ., στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για κοινωνική [[ιεράρχηση]], [[σπουδαίος]], [[ισχυρός]], [[δυνατός]], λέγεται για θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μεγάλη]] [[θεά]], χρησιμοποιείται για τη [[Δήμητρα]] και την [[Περσεφόνη]], σε Σοφ.· [[μέγας]] ηὐξήθη, εξελίχθηκε σε σπουδαίο, σε Δημ.· βασιλεὺς ὁ [[μέγας]], δηλ. ο [[βασιλιάς]] της Περσίας, le grand Monarque, σε Ηρόδ.· βασιλεὺς [[μέγας]], σε Αισχύλ.· ὁ [[μέγας]] ἐπικληθεὶς [[Ἀντίοχος]], ο Μέγας, σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[κραταιός]], [[ισχυρός]], [[βίαιος]], κ.λπ.· [[ἄνεμος]], [[λαῖλαψ]], σε Όμηρ.· λέγεται για ιδιότητες, [[πάθη]], κ.λπ., στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται για ήχους, [[βροντερός]], [[δυνατός]], στον ίδ. κ.λπ.· μὴ φώνει [[μέγα]], σε Σοφ.· [[αλλά]], [[μέγας]] [[λόγος]], επικρατούσα φημολογία, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> [[τρανός]], [[ισχυρός]], αυτός που τον εκτιμούν, [[σημαντικός]], <i>μέγαἔργον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[μέγα]] ποιεῖσθαί τι, [[εκτιμώ]] [[κάτι]] ως [[πολύ]] σημαντικό, σε Ηρόδ.· <i>καὶτὸ μέγιστον</i>, και (αυτό που είναι) το σπουδαιότερο, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> με αρνητική [[σημασία]], υπερεκτιμημένος, <i>μέγαεἰπεῖν</i>, [[κομπορρημονώ]], [[λίην]] [[μέγα]] [[εἰπεῖν]], σε Ομήρ. Οδ.· [[μέγα]], [[μεγάλα]] φρονεῖν, έχω υψηλό [[φρόνημα]], είμαι [[αναιδής]], σε Σοφ., Ευρ.· [[μεγάλα]] πνεῖν, σε Ευρ. <b>Β. I.</b> επίρρ. [[μεγάλως]] [ᾰ], σπουδαία, [[δυνατά]], υπερβολικά, Λατ. [[magnopere]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ουδ. ενικ. και πληθ., [[μέγα]] και [[μεγάλα]] ως επίρρ., [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά, σε Όμηρ.· με ρήματα που δηλώνουν ήχο, μεγαλοφώνως, [[δυνατά]], στον ίδ.· επίσης στους Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], χώρο, [[μακριά]], [[μέγα]] [[ἄνευθε]], [[πολύ]] [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με συγκρ. και υπερθ. [[μακράν]], με [[μεγάλη]] [[διαφορά]], μέγ' [[ἀμείνων]], [[ἄριστος]], [[φέρτατος]], σε Όμηρ. <b>Γ.</b> Βαθμοί σύγκρισης:<br /><b class="num">1.</b> συγκρ. [[μείζων]] (αντί <i>μεγίων</i>), <i>-ον</i>, γεν. <i>-ονος</i>, σε Όμηρ., Αττ.· Ιων. [[μέζων]], <i>-ον</i>, σε Ηρόδ.· μεταγεν., επίσης <i>[[μειζότερος]]</i>, σε Καινή Διαθήκη· μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, [[πολύ]] [[μεγάλος]], [[πάρα]] [[πολύς]], περισσότερο από [[αρκετός]], σε Πλάτ.· επίρρ. [[μειζόνως]], σε Ευρ.· Ιων. [[μεζόνως]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ., [[μεῖζον]] σθένειν, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> υπερθ. [[μέγιστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Όμηρ.· το ουδ. ως επίρρ. <i>μέγιστον ἰσχύειν</i>, σε Σοφ.· με άλλον έναν υπερθ., μέγιστον [[ἔχθιστος]], σε Ευρ.· επίσης στον πληθ., <i>χαῖρ' ὡς μέγιστα</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέγας:''' [[μεγάλη]], [[μέγα]] (gen. μεγάλου, [[μεγάλης]], μεγάλου; compar. [[μείζων]] - NT тж. μεζότερος, superl. [[μέγιστος]])<br /><b class="num">1)</b> большой, огромный ([[σθένος]] Hom.; [[πλοῦτος]] Aesch.); огромный, многочисленный ([[ἀγέλη]] NT); рослый ([[καλός]] τε μ. τε Hom.); крупный ([[σῦς]] Hom.; [[αἰετός]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> взрослый: [[ὅτε]] μ. [[ἐσσί]] Hom. так как ты (уже) взрослый;<br /><b class="num">3)</b> высокий ([[οὐρανός]], [[πύργος]], [[ὄρος]] Hom.; [[δένδρον]] NT);<br /><b class="num">4)</b> широкий, обширный ([[πέλαγος]], [[αἰγιαλός]] Hom.); просторный, вместительный ([[αὐλή]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> длинный или глубокий ([[τάφρος]] Hom.);<br /><b class="num">6)</b> сильный, мощный ([[ἄνεμος]], [[ἰαχή]] Hom.; [[σεισμός]] NT); громкий, немолкнущий ([[μῦθος]] Soph.);<br /><b class="num">7)</b> великий ([[Ζεύς]] Aesch.): μεγάλαι θεαί Soph. великие богини, т. е. Деметра и Персефона; μ. [[βασιλεύς]] Aesch., Xen. великий царь (обычно - Ксеркс); οἱ μεγάλοι [[Δαναοί]] Soph. данайские вожди;<br /><b class="num">8)</b> важный, значительный (εἴς или πρός τι Xen.; ἐπαγγέλματα NT);<br /><b class="num">9)</b> высокопарный, пышный: μὴ [[μέγα]] λέγε Plat. не говори громких слов;<br /><b class="num">10)</b> высокомерный, гордый: φρονεῖ, ὡς [[γυνή]], [[μέγα]] Soph. (Иокаста) полна женской гордости - см. тж. [[μείζων]], [[μέγιστον]] и [[μέγιστος]].
}}
}}