Anonymous

καθέρπω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθέρπω:''' αόρ. αʹ <i>καθείρπῠσα</i>, [[κατεβαίνω]] έρποντας, σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''καθέρπω:''' αόρ. αʹ <i>καθείρπῠσα</i>, [[κατεβαίνω]] έρποντας, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=καθ-έρπω en καθ-ερπύζω naar beneden sluipen.
}}
}}