Anonymous

συγκαταμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταμίγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] με, [[ανακατεύω]], κάνω [[χαρμάνι]] με, <i>Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς</i>, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με [[κάτι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συγκαταμίγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] με, [[ανακατεύω]], κάνω [[χαρμάνι]] με, <i>Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς</i>, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταμίγνῡμι:''' и συγκαταμιγνύω (fut. συγκαταμίξω) смешивать, соединять, сочетать (τὰς Χάριτας Μούσαις Eur.): συγκαταμιγνύναι εἴς τι Plat. или τινί Arst. смешиваться с чем-л.; ᾠδαῖς τὴν ψυχὴν συγκαταμιγνύναι Xen. отдаться всей душой песням.
}}
}}