Anonymous

τραγῳδία: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγῳδία:''' ἡ ([[τραγῳδός]])·<br /><b class="num">I.</b> ηρωϊκό [[δράμα]], το οποίο επινόησαν οι Δωριείς, και το οποίο αρχικά είχε λυρικό χαρακτήρα (<i>τραγικοὶ χοροί</i>, σε Ηρόδ.)· [[έπειτα]] υιοθετήθηκε στην Αθήνα, όπου και αναπτύχθηκε και προσέλαβε τέλεια δραματική [[μορφή]], σε Αριστοφ. κ.λπ. Το όνομα σημαίνει [[κυρίως]] «ωδή τράγων», [[καθώς]] στα πρότερα χρόνια ο [[τράγος]] δινόταν ως έπαθλο στον νικητή ή [[γιατί]] οι ηθοποιοί ήταν ντυμένοι με [[δέρμα]] τράγου.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κάθε]] σοβαρή μεγαλόστομη ή σπουδαία [[ποίηση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''τρᾰγῳδία:''' ἡ ([[τραγῳδός]])·<br /><b class="num">I.</b> ηρωϊκό [[δράμα]], το οποίο επινόησαν οι Δωριείς, και το οποίο αρχικά είχε λυρικό χαρακτήρα (<i>τραγικοὶ χοροί</i>, σε Ηρόδ.)· [[έπειτα]] υιοθετήθηκε στην Αθήνα, όπου και αναπτύχθηκε και προσέλαβε τέλεια δραματική [[μορφή]], σε Αριστοφ. κ.λπ. Το όνομα σημαίνει [[κυρίως]] «ωδή τράγων», [[καθώς]] στα πρότερα χρόνια ο [[τράγος]] δινόταν ως έπαθλο στον νικητή ή [[γιατί]] οι ηθοποιοί ήταν ντυμένοι με [[δέρμα]] τράγου.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κάθε]] σοβαρή μεγαλόστομη ή σπουδαία [[ποίηση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγῳδία:''' ἡ<b class="num">1)</b> лит. трагедия Arst.: τραγῳδίαν ποιεῖν Arph. сочинять трагедию; τῇ τραγῳδίᾳ [[νικᾶν]] Plat. побеждать на конкурсе трагедий;<br /><b class="num">2)</b> трагический или героический эпос: τῶν ποιητῶν οἱ ἄκροι … - κωμῳδίας μὲν [[Ἐπίχαρμος]], τραγῳδίας δὲ [[Ὃμηρος]] Plat. величайшие поэты … в комедии - Эпихарм, в трагическом эпосе - Гомер;<br /><b class="num">3)</b> трагический рассказ Polyb., Diod., Luc.;<br /><b class="num">4)</b> трагедийный стиль, подражание трагедии: ἦν τ. [[μεγάλη]] περὶ τὸν [[Δημήτριον]] Plut. Деметрий вел себя, как настоящий трагический актер;<br /><b class="num">5)</b> перен. трагедия, трагичность (ἡ τοῦ βίου τ. Plat.).
}}
}}