Anonymous

ἰσχνοπάρειος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσχνοπάρειος:''' -ον ([[παρειά]]), αυτός που έχει [[πολύ]] αδύνατα μάγουλα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰσχνοπάρειος:''' -ον ([[παρειά]]), αυτός που έχει [[πολύ]] αδύνατα μάγουλα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχνοπάρειος:''' с похудевшими (впалыми) щеками ([[γραῦς]] Anth.).
}}
}}