3,277,637
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσχνοπάρειος:''' -ον ([[παρειά]]), αυτός που έχει [[πολύ]] αδύνατα μάγουλα, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰσχνοπάρειος:''' -ον ([[παρειά]]), αυτός που έχει [[πολύ]] αδύνατα μάγουλα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσχνοπάρειος:''' с похудевшими (впалыми) щеками ([[γραῦς]] Anth.). | |||
}} | }} |