Anonymous

κνύω: Difference between revisions

From LSJ
179 bytes added ,  31 December 2018
3
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνύω]] (Α)<br />[[ψηλαφίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ακόμη μια λ. της [[μεγάλης]] οικογένειας τών [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνίδη]], [[κνῖσα]], [[κνίψ]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hniuwan</i> «[[συντρίβω]]», το αρχ. νορβ. <i>hnjoda</i> «[[συντρίβω]]» και το λεττον. <i>kn</i><i>ū</i><i>du</i> «[[προκαλώ]] κνησμό»].
|mltxt=[[κνύω]] (Α)<br />[[ψηλαφίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ακόμη μια λ. της [[μεγάλης]] οικογένειας τών [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνίδη]], [[κνῖσα]], [[κνίψ]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hniuwan</i> «[[συντρίβω]]», το αρχ. νορβ. <i>hnjoda</i> «[[συντρίβω]]» και το λεττον. <i>kn</i><i>ū</i><i>du</i> «[[προκαλώ]] κνησμό»].
}}
{{elru
|elrutext='''κνύω:''' (ῡ) царапать(ся), скрести(сь): τὴν θύραν ἔκνυε Arph. он слегка постучался в дверь.
}}
}}