Anonymous

ἔξαμμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔξαμμα]], το (Α) [[εξάπτω]]<br />το [[σημείο]] από όπου [[κάποιος]] άπτεται, πιάνει [[κάτι]], η [[λαβή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στήριγμα]], [[πάτημα]]<br /><b>3.</b> η [[ενέργεια]] του [[εξάπτω]], [[ανάβω]], το [[άναμμα]] («[[ἔξαμμα]] [[πυρός]]»).
|mltxt=[[ἔξαμμα]], το (Α) [[εξάπτω]]<br />το [[σημείο]] από όπου [[κάποιος]] άπτεται, πιάνει [[κάτι]], η [[λαβή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στήριγμα]], [[πάτημα]]<br /><b>3.</b> η [[ενέργεια]] του [[εξάπτω]], [[ανάβω]], το [[άναμμα]] («[[ἔξαμμα]] [[πυρός]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξαμμα:''' ατος τό [[ἐξάπτω]] II] горение, пылание ([[πυρός]] Plut.).
}}
}}