Anonymous

ψόφος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψόφος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κάθε]] [[άναρθρος]] [[ήχος]], [[κρότος]], [[θόρυβος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για μουσικά όργανα, [[ψόφος]] λωτοῦ, <i>κιθάρας</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλός]] [[ήχος]], [[κενός]] [[ήχος]] ή [[θόρυβος]], σε Σοφ., Ευρ.· ψόφου [[πλέως]], λέγεται για τον Αισχύλο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ψόφος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κάθε]] [[άναρθρος]] [[ήχος]], [[κρότος]], [[θόρυβος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για μουσικά όργανα, [[ψόφος]] λωτοῦ, <i>κιθάρας</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλός]] [[ήχος]], [[κενός]] [[ήχος]] ή [[θόρυβος]], σε Σοφ., Ευρ.· ψόφου [[πλέως]], λέγεται για τον Αισχύλο, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=ψόφος -ου, ὁ geluid, lawaai, rumoer.
}}
}}