3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βάζω:''' [[κυρίως]] στον ενεστ. και παρατ., απαντά [[μεταξύ]] άλλων στο γʹ ενικό Παθ. παρακ.· [[βέβακται]], [[ομιλώ]], [[λέγω]], σε Όμηρ.· <i>βάζειν τί τινα</i>, λέω [[κάτι]] σε κάποιον· επίσης, <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ.· με δοτ., χαλεποῖς βάζειν [[ἐπέεσσι]], [[μιλώ]] με σκληρά [[λόγια]], σε Ησίοδ. — Παθ., <i>ἔποςβέβακται</i>, έχει ειπωθεί [[κάποιος]] [[λόγος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''βάζω:''' [[κυρίως]] στον ενεστ. και παρατ., απαντά [[μεταξύ]] άλλων στο γʹ ενικό Παθ. παρακ.· [[βέβακται]], [[ομιλώ]], [[λέγω]], σε Όμηρ.· <i>βάζειν τί τινα</i>, λέω [[κάτι]] σε κάποιον· επίσης, <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ.· με δοτ., χαλεποῖς βάζειν [[ἐπέεσσι]], [[μιλώ]] με σκληρά [[λόγια]], σε Ησίοδ. — Παθ., <i>ἔποςβέβακται</i>, έχει ειπωθεί [[κάποιος]] [[λόγος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βάζω:''' говорить (τινά τι Hom., Eur. и τινί τι или τι ἐπί τινι Aesch.): χαλεποῖς β. [[ἐπέεσσι]] Hes. бранить(ся); [[ἔπος]] δ᾽ [[εἴπερ]] τι [[βέβακται]] [[δεινόν]] Hom. если сорвалось (у меня) какое-л. резкое слово. | |||
}} | }} |