Anonymous

βάζω: Difference between revisions

From LSJ
369 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάζω:''' [[κυρίως]] στον ενεστ. και παρατ., απαντά [[μεταξύ]] άλλων στο γʹ ενικό Παθ. παρακ.· [[βέβακται]], [[ομιλώ]], [[λέγω]], σε Όμηρ.· <i>βάζειν τί τινα</i>, λέω [[κάτι]] σε κάποιον· επίσης, <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ.· με δοτ., χαλεποῖς βάζειν [[ἐπέεσσι]], [[μιλώ]] με σκληρά [[λόγια]], σε Ησίοδ. — Παθ., <i>ἔποςβέβακται</i>, έχει ειπωθεί [[κάποιος]] [[λόγος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''βάζω:''' [[κυρίως]] στον ενεστ. και παρατ., απαντά [[μεταξύ]] άλλων στο γʹ ενικό Παθ. παρακ.· [[βέβακται]], [[ομιλώ]], [[λέγω]], σε Όμηρ.· <i>βάζειν τί τινα</i>, λέω [[κάτι]] σε κάποιον· επίσης, <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ.· με δοτ., χαλεποῖς βάζειν [[ἐπέεσσι]], [[μιλώ]] με σκληρά [[λόγια]], σε Ησίοδ. — Παθ., <i>ἔποςβέβακται</i>, έχει ειπωθεί [[κάποιος]] [[λόγος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βάζω:''' говорить (τινά τι Hom., Eur. и τινί τι или τι ἐπί τινι Aesch.): χαλεποῖς β. [[ἐπέεσσι]] Hes. бранить(ся); [[ἔπος]] δ᾽ [[εἴπερ]] τι [[βέβακται]] [[δεινόν]] Hom. если сорвалось (у меня) какое-л. резкое слово.
}}
}}