3,277,114
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσήκεστος:''' -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται ή διορθώνεται, σε Ανθ. | |lsmtext='''δυσήκεστος:''' -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται ή διορθώνεται, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσήκεστος:''' досл. с трудом исцелимый, перен. с трудом утолимый (κάματοι Anth.). | |||
}} | }} |