Anonymous

ἵμερος: Difference between revisions

From LSJ
1,152 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἵμερος:''' [ῑ], ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πόθος]], [[επιθυμία]] για [[κάτι]], Λατ. [[desiderium]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γόου ἵμερον ὦρσεν</i>, ξεσήκωσε μέσα τους [[επιθυμία]] για δάκρυα, δηλ. την [[επιθυμία]] να θρηνήσουν για να ανακουφίσουν την [[ψυχή]] τους, στο ίδ.· και με δεύτερη γεν. (αντικειμ.), πατρὸς ὑφ' [[ἵμερος]] [[ὦρσε]] γόοιο, για τον [[πατέρα]] της, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· στον πληθ., <i>πολλοὶ ἵμεροι</i>, διάφορα, ποικίλα συναισθήματα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[επιθυμία]], [[έρωτας]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αλλά]] μόνο στο ουδ. ως επίρρ., <i>ἵμερον αὐλεῖν</i>, σε Ανθ.· <i>ἵμερα μελίζεσθαι</i>, <i>δακρύειν</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''ἵμερος:''' [ῑ], ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πόθος]], [[επιθυμία]] για [[κάτι]], Λατ. [[desiderium]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γόου ἵμερον ὦρσεν</i>, ξεσήκωσε μέσα τους [[επιθυμία]] για δάκρυα, δηλ. την [[επιθυμία]] να θρηνήσουν για να ανακουφίσουν την [[ψυχή]] τους, στο ίδ.· και με δεύτερη γεν. (αντικειμ.), πατρὸς ὑφ' [[ἵμερος]] [[ὦρσε]] γόοιο, για τον [[πατέρα]] της, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· στον πληθ., <i>πολλοὶ ἵμεροι</i>, διάφορα, ποικίλα συναισθήματα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[επιθυμία]], [[έρωτας]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αλλά]] μόνο στο ουδ. ως επίρρ., <i>ἵμερον αὐλεῖν</i>, σε Ανθ.· <i>ἵμερα μελίζεσθαι</i>, <i>δακρύειν</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἵμερος:''' (ῑ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> желание: σίτου ἵ. Hom. желание пищи, голод; γόου ἵ. Hom. желание плакать; [[ἵμερον]] ἕχειν ποιεῖν τι Her., Plut. (по)желать сделать что-л.; ἵ. [[ἔχει]] με τὰν χθόνιον ἑστίαν [[ἰδεῖν]] πατρός Soph. мне хочется взглянуть на (последнее) земное убежище отца; οἱ ἐνέστακτο ἵ. τὰς Ἀθήνας [[ἑλέειν]] Her. на него (Мардония) напало желание взять Афины;<br /><b class="num">2)</b> влечение, любовь, страсть ([[φιλότης]] καὶ ἵ. Hom.; ἵ. καὶ [[πόθος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> томление, тоска: τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Aesch. охваченные тоской по тем, кто также любит;<br /><b class="num">4)</b> прелесть, очарование (βλεφάρων νύμφας εὐλέκτρου Soph.).
}}
}}