Anonymous

ὑπαποκινέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αμτβ., απομακρύνομαι [[κρυφά]], κινούμαι [[κρυφά]] ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὑπαποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αμτβ., απομακρύνομαι [[κρυφά]], κινούμαι [[κρυφά]] ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαποκῑνέω:''' слегка отстраняться, отходить: ὑ. τῆς ὁδοῦ Arph. уходить прочь; τουτὶ πονηρόν ἀλλ᾽ [[ὑπαποκινητέον]] Arph. дело плохо, надо сматываться.
}}
}}