Anonymous

σπειρηδόν: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπειρηδόν:''' επίρρ.·<br /><b class="num">I.</b> ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[σπεῖρα]] II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά [[τριάντα]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''σπειρηδόν:''' επίρρ.·<br /><b class="num">I.</b> ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[σπεῖρα]] II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά [[τριάντα]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''σπειρηδόν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> извилисто, спирально Anth.;<br /><b class="num">2)</b> по манипулам (τάσσειν Polyb.).
}}
}}