Anonymous

ἐμπεδόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπεδόκαρπος]], -ον (Α)<br />(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει [[συνεχώς]] καρπό.
|mltxt=[[ἐμπεδόκαρπος]], -ον (Α)<br />(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει [[συνεχώς]] καρπό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπεδόκαρπος:''' постоянно приносящий плоды Emped.
}}
}}