Anonymous

ὅρισμα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅρισμα:''' -ατος, Ιων. οὕρισμα, τό ([[ὁρίζω]]), [[σύνορο]], όριο, και στον πληθ., [[σύνορα]], συνοριακή [[γραμμή]], σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''ὅρισμα:''' -ατος, Ιων. οὕρισμα, τό ([[ὁρίζω]]), [[σύνορο]], όριο, και στον πληθ., [[σύνορα]], συνοριακή [[γραμμή]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅρισμα:''' ион. [[οὔρισμα]], ατος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> граница, рубеж, предел Her., Eur.: Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα погов. Plut. границы мисийцев и фригийцев, т. е. предмет вечных споров;<br /><b class="num">2)</b> pl. область, страна (τὰ Τροίας ὁρίσματα Eur.).
}}
}}