3,256,975
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅρισμα:''' -ατος, Ιων. οὕρισμα, τό ([[ὁρίζω]]), [[σύνορο]], όριο, και στον πληθ., [[σύνορα]], συνοριακή [[γραμμή]], σε Ηρόδ., Ευρ. | |lsmtext='''ὅρισμα:''' -ατος, Ιων. οὕρισμα, τό ([[ὁρίζω]]), [[σύνορο]], όριο, και στον πληθ., [[σύνορα]], συνοριακή [[γραμμή]], σε Ηρόδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅρισμα:''' ион. [[οὔρισμα]], ατος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> граница, рубеж, предел Her., Eur.: Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα погов. Plut. границы мисийцев и фригийцев, т. е. предмет вечных споров;<br /><b class="num">2)</b> pl. область, страна (τὰ Τροίας ὁρίσματα Eur.). | |||
}} | }} |