Anonymous

κουφισμός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(21)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κουφισμός]], ὁ (AM) [[κουφίζω]] (II)]<br /><b>1.</b> [[ανακούφιση]], [[ελάφρυνση]] από σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> φορολογική [[απαλλαγή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[έκθλιψη]]<br /><b>2.</b> [[ανύψωση]].
|mltxt=[[κουφισμός]], ὁ (AM) [[κουφίζω]] (II)]<br /><b>1.</b> [[ανακούφιση]], [[ελάφρυνση]] από σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> φορολογική [[απαλλαγή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[έκθλιψη]]<br /><b>2.</b> [[ανύψωση]].
}}
{{elnl
|elnltext=κουφισμός -οῦ, ὁ [κουφίζω] verlichting, opluchting.
}}
}}