Anonymous

κακόπους: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[κακά]] πόδια, σε Ξεν.
|lsmtext='''κᾰκόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[κακά]] πόδια, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κακόπους -πουν, gen. -ποδος [κακός, πούς] met zwakke benen of poten.
}}
}}