3,276,932
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[κακά]] πόδια, σε Ξεν. | |lsmtext='''κᾰκόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[κακά]] πόδια, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακόπους -πουν, gen. -ποδος [κακός, πούς] met zwakke benen of poten. | |||
}} | }} |