Anonymous

ἀνέφελος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέφελος:''' -ον ([[νεφέλη]]), [[ασυννέφιαστος]], [[αίθριος]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., μη καλυμμένος, [[φανερός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀνέφελος:''' -ον ([[νεφέλη]]), [[ασυννέφιαστος]], [[αίθριος]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., μη καλυμμένος, [[φανερός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέφελος:''' <b class="num">1)</b> безоблачный ([[αἴθρη]] Hom. - с ᾱν; [[ἀήρ]] Arst.; [[νύξ]] Plut.): ἐξ ἀνεφέλου Plut. с безоблачного неба;<br /><b class="num">2)</b> неприкрытый, явный ([[κακόν]] Soph.).
}}
}}