Anonymous

ἑός: Difference between revisions

From LSJ
392 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑός:''' ἑή, [[ἑόν]], Επικ. αντί <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅν</i>· (<i>ἕ</i>, <i>ἕο = οὗ</i>)· κτητ. αντων. του γʹ ενικ. προσ., δικό του, δική του, Λατ. [[suus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ποτέ]] στην Αττ. [[πεζογραφία]].
|lsmtext='''ἑός:''' ἑή, [[ἑόν]], Επικ. αντί <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅν</i>· (<i>ἕ</i>, <i>ἕο = οὗ</i>)· κτητ. αντων. του γʹ ενικ. προσ., δικό του, δική του, Λατ. [[suus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ποτέ]] στην Αττ. [[πεζογραφία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑός:''' эп.-дор.-ион.-поэт.<br /><b class="num">1)</b> (= ὅς) pron. pass. et refl. 3 л. (иногда с [[αὐτοῦ]]) его (самого), ее (самой), свой (собственный), своя Hom., Aesch., Eur., Her., Theocr.; их Hes.;<br /><b class="num">2)</b> pron. pass. 2 л. sing. твой Theocr. и 2 л. pl. ваш Anth.
}}
}}