Anonymous

ὑπερόριος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερόριος:''' -ον και -α, -ον, ποιητ. -[[ούριος]]· ([[ὅρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο πέρα από τα όρια, [[σύνορα]] ή πλαίσια, [[κάτοικος]] σε [[ξένη]] γη, σε Δημ., Θεόκρ.· [[ὑπερορία]] [[ἀσχολία]], [[απασχόληση]], [[επάγγελμα]] σε ξένους τόπους, σε Θουκ.· <i>τὰὑπερόρια</i>, ξένες υποθέσεις, ζητήματα, θέματα, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[ὑπερορία]] (ενν. <i>γῆ</i>), [[χώρα]] που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας κάποιου, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γη, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξένος]], [[άσχετος]] προς τον σκοπό, [[αλλότριος]], [[ασυνήθιστος]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''ὑπερόριος:''' -ον και -α, -ον, ποιητ. -[[ούριος]]· ([[ὅρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο πέρα από τα όρια, [[σύνορα]] ή πλαίσια, [[κάτοικος]] σε [[ξένη]] γη, σε Δημ., Θεόκρ.· [[ὑπερορία]] [[ἀσχολία]], [[απασχόληση]], [[επάγγελμα]] σε ξένους τόπους, σε Θουκ.· <i>τὰὑπερόρια</i>, ξένες υποθέσεις, ζητήματα, θέματα, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[ὑπερορία]] (ενν. <i>γῆ</i>), [[χώρα]] που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας κάποιου, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γη, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξένος]], [[άσχετος]] προς τον σκοπό, [[αλλότριος]], [[ασυνήθιστος]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερόριος:''' ион. [[ὑπερούριος]] 2 и 3 [[ὅρος]]<br /><b class="num">1)</b> заграничный, зарубежный, иностранный Arst. etc.: ἡ ὑ. [[ἀσχολία]] Thuc. иностранные дела, зарубежные интересы;<br /><b class="num">2)</b> внешний, посторонний ([[λαλιά]] Aeschin.). - см. тж. [[ὑπερορία]] и [[ὑπερόρια]].
}}
}}