Anonymous

κρίνον: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρίνον:''' [ῐ], τό, ετερόκλ. πληθ. <i>κρίνεα</i>, δοτ. <i>κρίνεσι</i>· [[κρίνος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''κρίνον:''' [ῐ], τό, ετερόκλ. πληθ. <i>κρίνεα</i>, δοτ. <i>κρίνεσι</i>· [[κρίνος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρίνον:''' (ῐ) τό (pl.: ион. nom. κρίνεα, dat. κρίνεσι) лилия (вообще) (в отличие от [[λείριον]], обозначающ. преимущ. белая лилия) Her., Arph. etc.
}}
}}