Anonymous

οἰοπόλος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰοπόλος:''' -ον ([[οἶς]], [[πολέω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός από τον οποίον διέρχονται πρόβατα (λέγεται για τα βουνά), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μοναχικός]], μονάχος, [[μόνος]], [[ερημικός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που φυλάει πρόβατα, [[βοσκός]], [[ποιμένας]], τσοπάνης, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''οἰοπόλος:''' -ον ([[οἶς]], [[πολέω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός από τον οποίον διέρχονται πρόβατα (λέγεται για τα βουνά), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μοναχικός]], μονάχος, [[μόνος]], [[ερημικός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που φυλάει πρόβατα, [[βοσκός]], [[ποιμένας]], τσοπάνης, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰοπόλος:''' [[οἶος]] пустынный, безлюдный ([[οὔρεα]], [[χῶρος]] Hom.).<br />[[οἶς]] пасущий овец ([[Ἑρμῆς]] HH).
}}
}}