Anonymous

κῆχος: Difference between revisions

From LSJ
3
(20)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κῆχος]] και [[κῆγχος]] ή [[κηγχός]] (Α)<br />([[πάντοτε]] στη φρ.) «ποῑ [[κῆχος]];» — σε ποιό [[τόπο]]; πού γης; για πού; (α. «ποῑ [[κῆχος]];» - «[[εὐθύς]] Σικελίας», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ποῑ [[κῆχος]];» — «[[ἐγγύς]] ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=[[κῆχος]] και [[κῆγχος]] ή [[κηγχός]] (Α)<br />([[πάντοτε]] στη φρ.) «ποῑ [[κῆχος]];» — σε ποιό [[τόπο]]; πού γης; για πού; (α. «ποῑ [[κῆχος]];» - «[[εὐθύς]] Σικελίας», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ποῑ [[κῆχος]];» — «[[ἐγγύς]] ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{elru
|elrutext='''κῆχος:''' adv.: только в выражении [[ποῖ]] κ.; - Εὐθὺ Σικελίας Arph. куда именно? - Прямо в Сицилию.
}}
}}