Anonymous

ἡνιοχεύω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοχεύω:''' Δωρ. ἁν-, μέλ. <i>-σω</i>, ποιητ. [[τύπος]] του [[ἡνιοχέω]], [[ενεργώ]] σαν [[ηνίοχος]], σε Όμηρ.· μεταφορ., [[οδηγώ]], [[διευθύνω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἡνιοχεύω:''' Δωρ. ἁν-, μέλ. <i>-σω</i>, ποιητ. [[τύπος]] του [[ἡνιοχέω]], [[ενεργώ]] σαν [[ηνίοχος]], σε Όμηρ.· μεταφορ., [[οδηγώ]], [[διευθύνω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχεύω:''' Hom., Anth. = [[ἡνιοχέω]].
}}
}}