Anonymous

ἐπεισπηδάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισπηδάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πηδώ]] πάνω σε, <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.· απόλ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπεισπηδάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πηδώ]] πάνω σε, <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.· απόλ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισπηδάω:''' <b class="num">1)</b> (вслед за кем-л.) соскакивать, спрыгивать (εἰς τὰς τάφρους Xen.);<br /><b class="num">2)</b> устремляться, врываться Arph., Dem.
}}
}}