Anonymous

ἀνέζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέζω]] (Α) ([[άχρηστος]] ενεστώτας) [[έζομαι]]<br /><b>1.</b> [[καθίζω]], [[τοποθετώ]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]] στη [[θέση]] του<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[κάθομαι]]<br />[[ἀνέζομαι]]<br />[[κάθομαι]], [[ανακαθίζω]].
|mltxt=[[ἀνέζω]] (Α) ([[άχρηστος]] ενεστώτας) [[έζομαι]]<br /><b>1.</b> [[καθίζω]], [[τοποθετώ]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]] στη [[θέση]] του<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[κάθομαι]]<br />[[ἀνέζομαι]]<br />[[κάθομαι]], [[ανακαθίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέζω:''' praes. к [[ἀνεῖσα]].
}}
}}