Anonymous

πτίσσω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτίσσω:''' αόρ. αʹ <i>ἔπτῐσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπτίσθην</i>, παρακ. <i>ἔπτισμαι</i>· [[αποφλοιώνω]], [[ξεφλουδίζω]] ή [[θρυμματίζω]], [[κοπανίζω]] σε [[γουδί]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πτίσσω:''' αόρ. αʹ <i>ἔπτῐσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπτίσθην</i>, παρακ. <i>ἔπτισμαι</i>· [[αποφλοιώνω]], [[ξεφλουδίζω]] ή [[θρυμματίζω]], [[κοπανίζω]] σε [[γουδί]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πτίσσω Ion. voor πτίττω.
}}
}}