Anonymous

δυσάνιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(9)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσάνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα δυσαρεστείται<br /><b>2.</b> [[άθυμος]], [[βαρύθυμος]].
|mltxt=[[δυσάνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα δυσαρεστείται<br /><b>2.</b> [[άθυμος]], [[βαρύθυμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσάνιος:''' (ᾰ) приунывший, павший духом, удрученный Arst.
}}
}}